- τραυματίζομαι
- τραυματίζομαι, τραυματίστηκα, τραυματισμένος βλ. πίν. 34
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
τραυματίζομαι — τραυματίζω pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλληλοτραυματίζομαι — τραυματίζομαι από κάποιον και αντίστοιχα τόν τραυματίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + τραυματίζω ( ομαι)] … Dictionary of Greek
βαρώ — ( άω και έω) (AM βαρῶ, έω, Μ και άω) 1. πιέζω με το βάρος μου 2. ενοχλώ, λυπώ μσν. νεοελλ. 1. χτυπώ, πλήττω 2. σημαίνω, χτυπώ («βαρούν τις καμπάνες», «βαράει η καμπάνα») 3. έχω βάρος, ζυγίζω 4. φρ. «βαράω λουμπάρδα, τουφεκιές» πυροβολώ νεοελλ. 1 … Dictionary of Greek
καθελκούμαι — καθελκοῡμαι, όομαι (Α) 1. γεμίζω από πληγές, από έλκη («χείλεα καθηλκωμένα», Ιπποκρ.) 2. τραυματίζομαι, πληγώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἑλκοῡμαι (< ἕλκος)] … Dictionary of Greek
κατασκοτώνω — 1. δέρνω αλύπητα κάποιον, τόν τσακίζω στο ξύλο («τήν κατασκότωσε στο ξύλο») 2. μέσ. κατασκοτώνομαι α) μωλωπίζομαι ή τραυματίζομαι σε πολλά σημεία τού σώματός μου β) καταβάλλω μεγάλες προσπάθειες για κάτι, φροντίζω με όλη μου την ψυχή για κάτι,… … Dictionary of Greek
λωθροκόβομαι — (για πεταλωμένο υποζύγιο) τραυματίζομαι στο πόδι από λώθρα που δεν έχει κοπεί καλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λώθρα «οξύ μέρος τών καρφιών» + κόβομαι] … Dictionary of Greek
μακελλεύω — και μακελλεύγω (AM μακελλεύω, Μ και μακελλεύγω) [μάκελλον] νεοελλ. 1. κακοποιώ, δέρνω 2. μέσ. μακελλεύομαι κόβομαι, τραυματίζομαι βαριά* || (νεοελλ. μσν.) σφάζω, σκοτώνω μσν. διαμελίζω, ξεσχίζω, κομματιάζω αρχ. έχω κρεοπωλείο, είμαι κρεοπώλης … Dictionary of Greek
πήρωση — η / πήρωσις, εως, ΝΜΑ [πηρώ] 1. βλάβη ή ατέλεια, αναπηρία, ανικανότητα ενός μέλους τού σώματος ή μιας αισθήσεως (α. «γῆρας ὁλόκληρός ἐστι πήρωσις», Δημόκρ. β. «πήρωσις ἀκοῆς», Πλούτ.) 2. (ειδ.) η τύφλωση («καὶ ὁ ἥλιος φανεὶς ἰᾱται τὴν πήρωσιν»,… … Dictionary of Greek
συνουτώμαι — άομαι, ΜA τραυματίζομαι μαζί με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + οὐτάω «χτυπώ και τραυματίζω»] … Dictionary of Greek
συντιτρώσκω — Α 1. τραυματίζω σε πολλά συγχρόνως σημεία 2. (σχετικά με πλοία) επιφέρω σύγκρουση και, κατά συνέπεια, προξενώ ρήγματα και άλλες βλάβες («προσκείμενος ἔκοπτε τὰς ναῡς καὶ συνετίτρωσκε», Πλούτ.) 3. παθ. συντιτρώσκομαι τραυματίζομαι συγχρόνως με… … Dictionary of Greek